δακρυχεω

δακρυχεω
    δακρυχέω
    δακρυ-χέω
    

(Hom. и Aesch. только part. praes. δακρυχέων, δακρυχέουσα - тж. раздельно) проливать слезы Anth.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δακρυχεω" в других словарях:

  • δακρυχέω — (AM δακρυχέω) χύνω δάκρυα, θρηνώ …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»